Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Amor omnia


«Το πρόβλημα της αριστεράς είναι ότι οι περισσότεροι που έγιναν κομμουνιστές το διάλεξαν από μίσος για τους πλούσιους και όχι από αγάπη για τους φτωχούς», έλεγε ο Μαρκ Τουέιν.

Ο φίλος μου ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, πριν από λίγα χρόνια, επιστρέφοντας από ταξίδι του στο Άγιον Όρος, μου διηγόταν ότι ο ηγούμενος της Μονής Ιβήρων Βασίλειος Γοντικάκης ισχυρίζεται πως: «Όσοι έρχονται να μονάσουν εδώ πάνω, χωρίς πρώτα να τα έχουν βρει με τον κόσμο, διαλύονται…»

Ας αναλογιστούμε τις συνέπειες που έχουν με τον καιρό τέτοια κριτήρια επιλογής πορείας· συνέπειες στην ιδεολογία, συνέπειες στην Εκκλησία, συνέπειες στη γενική και προσωπική υγεία. Ας αφεθούμε να το επεκτείνουμε σε περισσότερα πρόσωπα αυτό, σε πάρα πολλά πρόσωπα, σε σύνολα, ομάδες, κοινωνίες, όπως όντως συμβαίνει. Τη σκιά της γενικής υποκρισίας και της παράνοιας να αναλογιστούμε. Ας παραδεχτούμε πως ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο αγριότερος, γι’ αυτό τον λένε και αλληλοσπαραγμό. Ας παραδεχθούμε πως καλύτερα να πολεμάς τον Θεό παρά να τον υπερασπίζεσαι. Ο Χριστός υπήρξε πολύ καλός με τον ειδωλολάτρη εκατόνταρχο, τον αμφισβητία Νικόδημο, με τις συναισθηματικές πόρνες, τους θλιμμένους πότες, τους θερμοκέφαλους φυλακισμένους, τους αλλόπιστους Σαμαρείτες. Τους σεβόταν, τους αναζητούσε, τους έκανε παρέα, συνομιλούσε ως ίσος προς ίσον μαζί τους. Την πρώτη Του νύχτα μετά τη Σταύρωση, πήρε ένα ληστή από το χέρι και εισήλθαν μαζί στον Παράδεισο. Ο πρώτος άνθρωπος στον Παράδεισο δεν ήταν αρχιερέας, δεν ήταν νομοθέτης, δεν ήταν δάσκαλος ή φιλόσοφος, ήταν ένας παράνομος, ένας ληστής. Μόνο με τους θρησκευόμενους Φαρισαίους, με το ιερατείο της θρησκείας του γινόταν έξαλλος. Έξαλλος! Τίποτα δεν τον θύμωνε όσο η υποκρισία. Και η ανοησία, η δειλία, η αδράνεια. Οι τρεις μεγάλοι δαίμονες του νου.

Είναι άραγε, όντως ανάγκη αυτό που θεωρούμε ανάγκη και το προσκυνούμε, του παραδιδόμαστε; Πόσοι από μας καταλήγουμε να πιστέψουμε πως η μόνη όντως ανάγκη μας είναι η αγάπη; Κι ας ακούγεται αντιφατικό. Η αγάπη, η ελεύθερη, που δεν μπορεί να είναι ανάγκη, είναι η μόνη ανάγκη μας. Η αγάπη και ό,τι είναι αγάπη. Όποιος είναι αγάπη…

Η αγάπη ας είναι το μοναδικό κριτήριο. Εκεί ξεχωρίζει η ανδρεία, ξεχωρίζει και η εξυπνάδα. Δεν είναι ηθικολογικό ζήτημα η προτροπή πως μόνο ό,τι επιλέγουμε από αγάπη, καθαρή αγάπη και κλίση, έχει προοπτική. Προοπτική στην προκοπή, στην πληρότητα, στη δημιουργία που αγνίζει και χαροποιεί, στη νιότη του πνεύματος όσο το σώμα γερνάει. Είναι γεγονός πως, όταν ηλικιώνεται και γερνάει κανείς φυσιολογικά, το μεν σώμα εξασθενεί, το δε πνεύμα φρεσκάρεται και δυναμώνει, κερδίζει δηλαδή, από την πείρα και την ταπείνωση, διάκριση. Είναι ζήτημα υπαρξιακό, απτό. Ζήτημα συμφέροντος! Για όσους θέλουν τη ζωή τους να είναι ζωή και όχι σούρσιμο σε εξορία. Σε γη έρημη, ξένη από τη μέσα ποθεινή πατρίδα, που όλο καλεί, όλο αιμορραγεί από νοσταλγία κάποιου Παραδείσου, όταν αχνά θυμάται, αιμορραγεί και στάζει και ποτίζει το σκουρόχρωμο ρόδο της ξενιτιάς, το γεμάτο αγκάθια. Δεν υπάρχει χαμένος Παράδεισος, όπως αρέσκονται να θρηνούν οι ευαίσθητοι ποιητές. Ο Παράδεισος είναι πάντα στο μέλλον.

Θυμάμαι καλά, όταν πήγαινα στο δημοτικό και ζούσαμε στα Χανία, ένα βραδάκι τη μητέρα μου να επιστρέφει στο σπίτι. Σπάνια, σπανιότατα, έβγαινε έξω, όμως τότε πήγε κάπου κοντά να αναζητήσει κάποια γυναίκα που θα βοηθούσε στη λάτρα. Ήρθε μέσα κατάπληκτη. Είπε σε όσους ήμασταν παρόντες πως, όταν πλησίασε στο χαμόσπιτο της καθαρίστριας με τα πολλά παιδιά, άκουσε γέλια. Κάθονταν, λέει, όλοι γύρω από ένα μικρό τραπέζι σ’ ένα γυμνό άθλιο δωμάτιο με πατημένο χώμα για πάτωμα, και έδειχναν να χαίρονται με την καρδιά τους. Της έκανε μεγάλη εντύπωση τόση χαρά μέσα σε τόση φτώχεια. Το δικό μας το σπίτι κατά κανόνα ήταν μελαγχολικό.

Από εκείνα τα χρόνια, αλλά και από όσα γενικά έμαθα, αν έμαθα, έφτασα να μη λυπάμαι αυτόματα και απερίσκεπτα τους φτωχούς ανθρώπους. Τα φτωχά παιδιά δεν με κάνουν λιώμα με την πρώτη όταν τα προβάλλουν οι φιλάνθρωπες εκπομπές στην τηλεόραση, και μάλιστα όταν πλησιάζουν Χριστούγεννα κι άλλες γιορτές που μας απαιτούν «εποχιακά καλούς». Όχι πως η φτώχεια δεν είναι φρικτό βάσανο, όμως κάτι μέσα μου ρίζωσε από νωρίς έτσι ώστε να μην τη θεωρεί το πρώτο και το χειρότερο βάσανο. Η έλλειψη αγάπης με κάνει κομμάτια. Αυτού του είδους την πενία, αυτού του είδους τη ζητιανιά, όταν τη βλέπω σε μάτια και μάλιστα σε παιδικά μάτια, με κάνει κομμάτια. Για να επιλέξει να γεννηθεί σε πάμφτωχη φάτνη αλόγων, στο άχυρο, ένας βασιλιάς, σημαίνει πως κι εκείνος κάτι τέτοιο θέλει να πει. Για τις προτεραιότητες να πει.

Όταν πήγαινα στο δημοτικό, κυκλοφορούσαν κάτι μαντιλάκια για τη μύτη που τα έστελναν με τα άλλα δώρα συγγενείς από την Αμερική. Πάνω τους ήταν τυπωμένα στα αγγλικά κάποια λόγια, που τα θαυμάζαμε σαν πολύ έξυπνα και τα μεταφέραμε κι εμείς σε λευκώματα, όταν προσπαθούσαμε να εντυπωσιάσουμε τον κτήτορα και τους άλλους: Το να αγαπάς είναι τίποτα. Το να σ’ αγαπούν είναι λίγο. Το ν’ αγαπάς και να σ’ αγαπούν είναι το παν!
Φαίνεται απλοϊκό, φαίνεται λαϊκίστικο, φαίνεται τετριμμένο και κοινότοπο, εγώ όμως όσο μεγαλώνω και μαζεύω τέλος πάντων απ’ τις εικόνες και τους ήχους της ζωής, τείνω να καταλήξω πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι ανάποδα. Μόνο όποιος μπορεί να αγαπά είναι καλά. Έχει το παν. Δεν λέω πως δεν θέλει κι αυτός την ανταπόκριση της αγάπης του, όμως όποιος αγαπά, και με το ελάχιστο που του επιστρέφεται, χαίρεται, ενώ εκείνος που δεν μπορεί ν’ αγαπά είναι πίθος των Δαναΐδων. Όση αγάπη κι αν του προσφέρουν, κλαίγεται και τρώγεται. Τίποτα δεν τον γεμίζει.

Μάρω Βαμβουνάκη, Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα: 2008, σ. 226, 244-248

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...